Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ο κουκουλοφόρος

Αθήνα, 2017


Πρόλογος

Ξέρω πως δεν έχω κανένα άλλο σκοπό στον κόσμο, από το να φουσκώνω τα μυαλά και τα πνευμόνια των νεοελλήνων, κυρίως των νέων με τον εθνοπλάστη Μύθο, το ξύπνημα της Ιδέας του καιρού μας για μια φιλική Κοινωνία, μέσα από το μέγα ρου του ποταμού, που είναι η ποίηση. Άλλη αποστολή δεν έχω. Για όσους κάπως με συμπαθούν και με προσέχουν, παίρνω έμπνευση λυρική απ’ τα σκαλοπάτια τα τελευταία που ρίξαν την πατρίδα μας, για να πω πως η αλήθεια και η ομορφιά δεν είναι έξω από μας – μέσα μας είναι, και αιώνια τις δημιουργούμε…


Ο κουκουλοφόρος

Έβαλα κουκούλα στο μίσος μου,
Στην αγωνία, στην ανασφάλεια, στην αρρώστια μου,
και ξήλωσα πέτρες – όσες τα όνειρά μου…

Έκαψα τράπεζες, μόχθους και οικονομίες,
ζημίωσα ανθρώπους,
απογοήτευσα Έλληνες του μόχθου,
ενέπνευσα αντίσταση σε ξένους, σε απόκληρους,
έδειξα ακόρεστο το εγώ μου…

Πάντα έκρυβα της ψυχής μου τα έγκατα,
πάντα έκρυβα τα υπόγεια της μανίας μου…

Το όνομά μου;
Καραμανλής
Σαμαράς
Σημίτης
Γιωργάκης…

Φωτιά στα τάρταρα, και στα Ηλύσια Φως!...

Μια εξομολόγηση στη μάνα μου Μαργαρίτα

Μάνα νεράιδα ο λόγος σου, πολύ μ’ αρέσει εμένα,
γιατί έχει πέλαγα άψαχτα, μοιάζει δάση παρθένα,
όπου φωλιάζουν τ’ άπιαστα κι’ ανήμερα πουλιά,
και μοιάζει αργό ανέβασμα, σε κάποια ορθά βουνά…

Μάνα μ’ αρέσει ο λόγος σου, τα λόγια σου μ’ ευφραίνουν,
μαγεύουν αλαφροΐσκιωτους, με τα όνειρα πηγαίνουν,
σε κόσμους παραδείσιους, ηρώων τραγουδιστών,
με φτερωμένους Πήγασους, στη γη των αηδονιών…

Μάνα τα μαύρα ονείρατα, στη λάμψη σου όλα πνίξε,
πότισε φως τα όμορφα και τ’ αγαθά όλα δείξε,
γιατί έχεις λύρα ασημωτή, αγάπη σ’ άγρια νύχτα,
και μ’ αχτιδοπαιξίματα, όλα τα κρύφια δείχτα,
έχεις τη λύρα φρόνηση, που μοιάζει θησαυρό,
και μέστωσε και μένανε, στη γλώσσα που μιλώ!

Γιατί ‘σαι πέρα απ’ τις εννιά, τις αηδονολαλούσες,
Η δέκατη η ονειρευτή, Μούσα μέσα στις μούσες,
Καθώς φλογίζεις μέσα σου, απ’ της καρδιάς το κάτι,
να γίνει πράξη τ’ όνειρο, και πρώτο σκαλοπάτι,
για κάποια δημιουργία καλή, που να τσιγκλάει τη ζήλια,
να κόβει από το σύμπαντο, τα ζουμερά σταφύλια!...

Μια θάλασσα είναι η ζωή, μια θάλασσα μαυλίστρα,
και η αγάπη, βάρκα με πανί, βαρκούλα κουβαρίστρα,
μικρή, όμως με θεία πνοή, στον ωκεάνιο δρόμο,
λιμάνι πάντα αναζητά, ν’ αράξει λίγο μόνο,
να ξεφορτώσει τα προικιά, και πάλι ν’ αλαργεύει,
για της ζωής τα ιδανικά, παντού να ταξιδεύει…

Ώσπου η βαρκούλα πάει κρυφτεί, σε μια Ιθάκη ίσως,
ή σ’ ένα βράχο δυνατό, που δεν τον νοιάζει μίσος,
μα θα ‘χει βρει τους θησαυρούς, που κάθε μόχθος κρύβει,
έργα καλά κι’ απόγονους, θείων τραγουδιών τα ρίγη,
κι’ έτσι η βασιλεία σου, που όλα τα λιγώνει,
μάνα μου, ειν της Δικαίωσης, το πιο γλυκό τ’ αηδόνι!....

2011
Άρης Βελουχιώτης

Στέκει το δίκιο του Θεού, μες στην καρδιά θα στέκει,
σα Μιχαήλ αρχάγγελος, σα Γαβριήλ και πλέκει,
αιγίδα κάστρο της καρδιάς, να μην την βρίσκουν βέλη,
όταν θα ψάλλουν την αντρειά, και την τιμή οι άγγελοι,
του Άρη του Πολύτροπου, του Άρη Βελουχιώτη,
του Αχιλλέα του Ρωμιού, του Έλληνα Δον Κιχώτη!...

Πρωτοκαπετάνιε των Ελλήνων εσύ,
θώρακα και αντίσταση και πολέμιε
των θηρίων – από το Χίτλερ μέχρι το Σόιμπλε,
θώρακα και νικητήρια αντίσταση,
κατά των αποβρασμάτων των Γερμανικών,
τι κατάφερες;

Να σε μισούν σήμερα οι μισοί Έλληνες!
Εύγε καπετάνιο μου που αντέχεις!
Κι’ από ψηλά, να μας προσέχεις!



Στη γιορτή σου

Ω κύκνε μου, ονειρεύεσαι,
στα ύψη να πετάς στον ήλιο,
μα εγώ σε βρίσκω στης λίμνης τα βουβά νερά,
γιατί εκεί έχεις, κάποιο όμορφο βασίλειο…

Χρόνια πολλά σου κύκνε μου,
Τρανό χαιρέτισμα, αγάπη, στο είδωλό σου,
Παίρνω από τη λάμψη, κι απ’ τη θεότητά σου,
Ύμνος χαριτωμένος να γεννώ, κι αρχάγγελός σου!...

Στη γιορτή σου, 22.12.16


Ο κουκουλοφόρος (νούμερο 2)

Τ’ όνομά μου είναι Μητσοτάκης…
Διευκρινίζω: Δεν είμαι κουκουλοφόρος!
Είμαι πολιτικός με όραμα για την Ελλάδα…
Ο πατέρας μου αγωνίστηκε για τη Δημοκρατία.
Ιδίως στην κατοχή.
Αγωνίστηκε και ταλαιπωρήθηκε,
αλλά σήμερα έχει δημιουργήσει μια απ’ τις πιο πλούσιες οικογένειες της Ευρώπης…
(Όχι σαν κάτι ρεμάλια…)

Τ΄ όνομά μου είναι Μητσοτάκης…
Διευκρινίζω: Δεν είμαι κουκουλοφόρος!
Φοράω γραβάτα! Σπούδασα στο Χάρβαρντ!
Θα κυβερνήσω την Ελλάδα! Είτε σας αρέσει, είτε όχι!

(Δεν γνωρίζω από θρησκείες // μήτε σκύβω σε θεούς,
Έχω εγώ δική μου πίστη // πήρα αράδα τους ναούς.

Γύμνασα το εικονοστάσι // βεβήλωσα και το βωμό,
Λείψανα άγια, τίμια ξύλα // κάθε πρόσφορο ιερό

δισκοπότηρα, λαμπάδες, // όλα τα άγια της καρδιάς,
όλα στα ‘ριξα σαν άνθια, σαν την Ζήμενς, να πατάς!)

Διευκρινίζω: Δεν είμαι κουκουλοφόρος!


Άκου. Έπαψες αγάπη να θυμίζεις

Σ’ αγαπούσα, κι’ ήμουνα ερωτευμένος
μέρες και χρόνια και καιρούς,
Ερωτόκριτος, κι’ εσύ πάντα Αρετούσα,
στους  λογισμούς ανάμεσα και στους καημούς αγνάντια
κι’ έτσι το νόμιζα – μια σχέση δύο διαμάντια –.

Άκου. Έπαψες αγάπη να θυμίζεις…
Λίγα μείνανε του πόθου αναμμένα κάρβουνα,
Λίγα, πολύ λίγα κόκκινα αναμμένα κάρβουνα, πολύ στάχτη,
άκου. Έπαψες αγάπη να θυμίζεις…

Φέρνω ξύλα, καινούρια κάρβουνα, νέα πνευμόνια να φυσάω,
να γίνει η φλόγα πυρκαγιά, πάντα θα σ’ αγαπάω,
μα σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι, πόσο αξίζει, πόσο φταίω;

Της μοναξιάς το μήνυμα, μια μύγα μες στο γάλα, κι’ εγώ κλαίω…

Έπαψες αγάπη να θυμίζεις. Δεν πειράζει. Η ζωή χαλάστρα,
φύσηξε στους νέους καιρούς, έσβησε έρωτας, τραγούδια, κι’ άστρα,
μα εσύ κρίνα βάλε, φτιάξε στεφάνι αχτινωτό,
κι’ ύστερα σταύρωσέ με με καρφιά. Δεν πεθαίνω εγώ!

15.05.17


η Σύμβαση

Το περιφερειακό Συμβούλιο προγραμματίζει για τα παιδιά μας,
συγκροτεί τις μαγικές ονομασίες της χαράς μας,
διαφεντεύει τα συναισθήματα,
και τα νοήματα των εγγυητικών καλής εκτέλεσης του 2012,
καρτερώντας την αμέτρητη ευτυχία που εκπέμπει η Σύμβαση,
βασανίζοντας τα τεύχη με τα σχέδια που αγνοεί η νομική Υπηρεσία,
που βρίσκονται μπερδεμένα στη ντουλάπα,
στη ντουλάπα που κελαηδεί με μαύρες προγραμματικές…

Μην πικραθείς…
Η Τεχνική Υπηρεσία έκανε το χρέος της…
Ατόφια, στοργική ηλιαχτίδα στην λάμψη των ματιών σου…
-Μα μη ντυθείς παιδί μου μασκαράς.
Ο φόβος δε φέρνει ευτυχία… Υπ’ αριθ. 52 Απόφαση
του περιφερειακού Συμβουλίου…
Μην πικραθείς αγάπη μου, έτσι κι’ αλλιώς
η Σύμβαση δε λέει τίποτα, τίποτα, τίποτα
ο οπλισμός είναι επαρκής…
τα τιμολόγια είναι πληρωμένα…
Δεν παζαρεύεται για πούλημα η πατρίδα μου!...
Δεν υπάρχουν κουκουλοφόροι. Ή μήπως…

Νομάρχης και Διευθυντής – Λουδοβίκος και Βαρώνος,
αρμονικά πολύ συνεργάζονται,
κι ας βγάζουν τα μάτια τους,
αστοί και προλετάριοι και κουκουλοφόροι!...

7.03.16


Έπεσε καταχνιά στη Ελλάδα

Ω μαύρο νέφος απ’ την Ευρώπη, απ’ τη Γερμανία…
Τα νιάτα βολοδέρνουν στην αφραγκιά,
την απελπισία, στην ανεργία, στο μηδέν…
Θλιβερή ηγεσία, θλιβεροί προϊστάμενοι,
δεν παραιτούνται!...
Δέκα εκατομμύρια Έλληνες στο έλεος τοκογλύφων…

Μακάριοι όσοι τίποτα δεν αντιλαμβάνονται…
Μακάριοι όσοι εθελούσιοι και ακούσιοι σφουγγοκωλάριοι…
Μακάριοι οι προσκυνούντες το ευρώ, το δολάριο…
Μακάριοι οι ρουφιανεύοντες ανούσια πράγματα.
Μακάριοι οι ρουφιανεύοντες και οι κοπρίζοντες…
Μακάριοι οι χαχαρίζοντες και οι κοπρίζοντες…
Μακάριοι οι γελοίοι που φτύνουν το ξερατό της πονηρίας τους,
στην μικρών παιδιών την αθωότητα…
Μακάριοι, μακάριοι, μακάριοι οι χριστιανοί αντίχριστοι,
που νηστεύουν, νηστεύουν προσέχοντας τη σιλουέτα στο καθρέφτη τους!...
Μακάριοι οι ερεβοποιοί αραχνοκαλλικάντζαροι που στήνουν
τα δίχτυα της ανοησίας της μικρότητας, της φιγούρας, του όζοντος
μεγαλείου κάθε παρακμής, που καρφώνουν στον εγκέφαλό μας
την ανασφάλειά τους!...
Μακάριοι οι θνητοί οι χαμηλοθώρηδες, της λέπρας οι διαλεχτοί!


Δέσποινα,

Ένας καλπασμός – στα ενδότερα της νιότης,
το κοτσίδι σου – η αλογοουρά,
μαίνεται στη μέθη μιας αέρινης ιστορίας…

Στέμμα σου το κοτσίδι σου, μεστό ανθοηλάδι,
της δροσιάς νεράιδας θα ‘ναι το πετράδι,
περήφανο, καμαρωτό, μ’ αχτιδοπαίξιμο με νάζι,
μοιάζει με παραστράτημα – της ευωδιάς μαράζι!...

Ω ρυθμός αλαφροΐσκιωτος
και πως τραβάει προς τα’ άστρα,
σέρνοντας φλόγες, κύματα,
για να κουρσέψει Σκέψης κάστρα!...


Η Ρένα

Νεράιδα ξανθιά πρώτη,
φωνή γόησσας – πνεύμα ιππότη,
της Νομαρχίας αρκούν οι κρότοι,
η ομορφιά να σβηεί στα σκότη
κι’ εκεί που σ’ αγαπούσαμε,
πάει ο έρως, καήκαν οι όρκοι…


Αλέξανδρος και Πώρος

Εκεί, στον Ινδό και στον Υδάσπη,
δίπλα στα λασπόνερα, νίκησε ο Αλέξανδρος τον Πώρο
κι’ αφού τον έπιασε και μετά το μακελειό,
τον ρώτησε:
-  Πες μου, πως θες να σου φερθώ;
-  Βασιλικά! … απάντησε ο Πώρος ο γιγαντόσωμος,
στο μικροκάμωτο αετό – βασιλιά Αλέξανδρο…
… κι’ έτσι άρχισε μια βασιλική φιλία μεταξύ τους…

Πύρωμα η φιλία θείο, απ’ του Ομήρου το μαντείο,
κι' απ’ της ψυχής την άβυσσο, κι’ απ’ της καρδιάς σκοτάδια,
δυο μάτια κι’ άλλα δυο, μ’ αίσθημα αιώνιο – γεμίζουν τα’ άδεια!...

Αγάπη δυνατή – κι’ όχι για τους ανθρώπους μόνο…
Πέρα στους Ούξιους, όταν χάθηκε ο Βουκεφάλας,
έβγαλε φιρμάνι ο Αλέξανδρος:
Όλους τους Ούξιους θα σκοτώσω, αν δε βρεθεί,
ο Βουκεφάλας, τ’ άλογό μου…

Κι’ όλοι σκιαχτήκανε στ’ αλήθεια, και το βρήκαν,
το άλογο το περήφανο, το κατάμαυρο,
του αγερόκοσμου τη φούρια, τη σπίθα κι’ ομορφιά…
Κι’ ίδρυσε εκεί πόλη, τη Βουκεφάλεια, ο Αλέξανδρος,
γιατί η αγάπη είναι και ξωτικό μαζί, τρισευλογημένο…

Ιούλιος 2012


Οι υπεράνθρωποι

Κι’ ήρθαν οι υπεράνθρωποι,
στον Πειραιά,
κάνανε απόβαση, οι αγρότες … της Κρήτης!...

φύση και άνθρωποι σιωπούν,
περιμένουν σεισμό.
Θέατρο τα δακρυγόνα, για ειδική παράσταση…
Ο θεός κρατά την αναπνοή του!...

Αυτοί οι «βάρβαροι» θα ‘ταν μια κάποια λύση,
στην ψυχή που ζητάει μπαρούτι, μα ειρηνεύει…

Στον έρωτα, ειδικά στο γάμο, και στις αγορές του κόσμου,
μετρούν οι προσδοκίες,
όχι οι εντυπώσεις της στιγμής…

Ο Homosapiens είναι Homourbanus θα ισχυριστείτε,
άνθρωπος των πόλεων – των Μεγαπόλεων –
και πως καλή η Νέα Οικονομία και το ιντερνέτ,
καλή η ελευθερία, η ανεκτικότητα, το «ντιζάιν»,
μα πρέπει και κάτι τι να φάμε! –
Κάπως έτσι ψιθυρίζει μέσα μου -ο αγρότης ο πρόγονος,
με το αιώνιο αίτημα του πλανητικού ενστίκτου,
βαθύ τραύμα δυο παγκοσμίων πολέμων…
Η πείνα. Η πείνα!...


Η ομορφιά σου

Στους μπλε Ουρανούς το ανάβλεμμά σου,
σφραγίζεται, κι’ ευγνώμονες οι ουρανοί,
με τους πράσινους κάμπους των ματιών σου ξεκινούν,
να σμίξουνε τα χρώματα, να ‘ρθούνε πιο κοντά,
της ζωγραφιάς σου κορνίζες να γεννούν!...

Κορώνα είσαι της αυγής, με το φεγγάρι,
στέμμα σου, - δόξα λέω του φεγγόβολου ουρανού,
της ομορφιάς, του λυρισμού αθάνατο δοξάρι,
μα πάνω απ’ όλα της ψυχής μια χάρη,
που φως δένει με την άχνα του μαργαριταριού!...

Και της ματιάς σου το πράσινο γιορτάσι,
είναι η βουλή που κυβερνά στην πλάση,
είναι η θέληση του λόγου που πιστεύει,
στην πράσινη ανάσταση, και στη χαρά που ταξιδεύει,
που καταργεί την ύλη, το γέλιο σου σαν θριαμβεύει!...

Αύγουστος 2015


Οι φτωχοί

Σακάτης όποιος μέσα στους δικούς μου,
λυσσομανάει να αλλάξει τους βωμούς μου,
κι’ όποιος ξαρμάτωτος από σκέψη ή πράξη,
στη φυλακή του κλειέται, ανάξιος να πετάξει,
και δεν ανάβει πυρκαγιά, με της σοφίας το φως,
και τον τρομάζει το θεριό, της φτώχειας ο ωκεανός!...

Σακάτης κι όποιος στης χλιδής κεντάει το μετάξι,
και καρτερεί τα μάταια, του πλούτου για να αρπάξει,
κι ευφραίνεται στης σκέψης του το μπερδεμένο αλώνι,
κι αντίς με προσκλητήρια, αυτός μεθάει μ’ αφιόνι!...

Κι ο ποιητής ανάξιος αν φωτιά του λόγου δεν ανάψει, ΄
άπραγος κι’ ακυβέρνητος και ανήμπορος να κάψει,
του όκνου μισερά παράσιτα σ’ ελληνική ψυχή,
κι όλο σκυφτός, τραβιέται εδώ, τρέμει και παραπατεί!...

Κι όταν η σάλπιγγα του δίκιου θα σαλπίσει,
στεντόρεια το προσκλητήριο των ψυχών,
κι όταν του λόγου η πυρκαγιά καθοδηγήσει,
στης λύτρωσης το αιώνιο το παρόν,
τότε κι εγώ μπροστά σου ορθός θε να σταθώ,
το χρέος να σβήσω θεέ μου, κι ας χαθώ!



Εμένα οι φίλοι μου

Εμένα οι φίλοι μου είναι Τιτάνες,
είναι και γίγαντες, και ταπεινοί όμως, και ζητιάνοι,
είναι και κατσαρίδες μικρές που να σκοτώσω,,
συχνά διστάζω, από μια αόριστη κάποια λύπη…

Εμένα οι φίλοι μου είναι χιουμορίστες,
που με χαμόγελο διασκορπίζουν δαιμόνια,
που με ευγένεια και ιπποτισμό και καλοσύνη,
απορρίπτουν τα κακώς κείμενα…

Εμένα οι φίλοι μου είναι εικόνες της καρδιάς μου,
είναι καθρέπτες της ανάστασής μου,
ό,τι μου δώσουν καλοδεχούμενο,
ποτέ όμως δε ζητάω…

Εμένα οι φίλοι μου είναι επαναστάτες και αντάρτες,
είναι και χριστιανοί στους τρόπους, και νανουρίζουν,
είναι και ζητιάνοι είναι και τιτάνες,
είναι και μικρά κουνουπάκια που μου στέλνει ο Θεός,
για να υποψιάζομαι τις ανάγκες των παιδιών μου…

Εμένα οι φίλοι μου ταξιδεύουν στα βάθη του γαλαξία…
Εμένα οι φίλοι μου υπάρχουν και δεν υπάρχουν…
Είναι ο αχνός φωσφορισμός σε κάποια κεράκια,
αναμμένα στη λήθη και στην προσευχή,
για αντάμωμα στο θάνατο και στη Δευτέρα παρουσία…



Ο καφές σου μπαρούτι

Το βίτσιο σου σκαλίζει τα βίτσια μου,
και δε μ’ αρέσει,
και δε μ’ αρέσει αγαπητέ κύριε Λιάπη…
Στοιχειώνει χίλιους διαβόλους η ενόχληση,
το καράβι μου για ναυάγιο ετοιμάζεται,
κι αποχαιρετώ την κάθε στιγμή,
μαζί με το γλίστρημα των αγριόγατων
που μυρίζουν μπαρούτι.

Φτιάχνεις καφέ – τα σπίρτα όζουν –
κι εγώ θέλω μόνο ελευθερία…
Στην πιο μεγάλη σου χαρά,
Η μύτη μου φωνάζει «πονώ»,
ο παράδεισος του καφέ σου μυρίζει μπαρούτι,
το σύμπαν και το σπλάχνο μου χωρίζονται στα δύο…

Μια ρουφηξιά: εκατό έργα του Πάμπλο Πικάσο!
Ο Γεώργιος Σουρής: Βογγάει, και λέει:
«Οι θρίαμβοι για το μηδέν και για το κάτι, χίλια
ξεφωνητά των άμυαλων, των όχλων πανηγύρια,
μια κι ένα σπίρτο έχει το φως – ίσκιοι γιγαντεμένοι,
να γίνονται πολλές φορές στη Μνήμη οι πλανεμένοι…»
‘Άθλιοι οι άνθρωποι, μικροί και τιποτένιοι,
Μα μέσα μας ουσία ανώτερη στα πάνω μας πηγαίνει!...
Κι εμέ, κάποιες ορμές προς δρόμους μακρινούς,
Κρατάει κυρ Κώστα ο θολός μου ο ναός!

5.04.17






Αγάπη Ανεξομολόγητη

Στο φωτεινό σου μονοπάτι ακροπατώ,
κι απ’ τα μαλλιά σου μια χρυσόσκονη σκπορπίζει,
θα ‘σαι ένας άγγελος π’ αρμένισε ως εδώ,
σε παραμύθι χαλιμάς που μόλις τώρα αρχίζει!...

Από το φως πιο φωτεινή, του ήλιου μικροκόρη,
άπλωσες τα χρυσάφια σου, ως του θεού το θώρι,
κι’ ο θεός τρυγάει το χρώμα τους, στη μελωδία το πλάθει,
και φτιάχνει τη φωνούλα σου με τ’ αηδονιού τα πάθη!...

Αχ, της ψυχής το άρωμα στα μάτια σου, με θρέφει,
σαν σκίρτημα, μια υπόσχεση, αόρατα μου γνέφει,
πως ίσως αύριο, κάποτε, ποιος άραγε να ξέρει,,
του παραδείσου οι άγγελοι, ίσως μας κάνουν ταίρι!...


Μια στιγμή πριν στεγνώσει το αίμα

«Βασανισμένε, ταπεινέ και λυτρωμένε, και ίσε,
θνητέ κι’ αν έγινες θεός, κι’ άνθρωπος πια δεν είσαι,
σε ξέρω, είναι το στόμα σου, της αρμονίας κρουνιά,
 γιατί νοείς τ’ αθάνατα, και ζεις μαζί με αυτά!»…

Στη μελαγχολία της άρρωστης εποχής,
μια βόμβα οξυγόνου ζωής,
μια στιγμή πριν στεγνώσει το αίμα!
Σαν τον ερωτευμένο που στερείται την αγαπημένη,
σαν τον μάρτυρα που βλέπει να πεθαίνει το ιδανικό,
σαν τον ήρωα, που γυρίζει από μάχη με αμφίβολη έκδοση,
σαν άνθρωπος που έχει ορίζοντα χιλιετηρίδες,
κληρονόμος άγνωστης ευγένειας, ένα τρελός,
ο τρελός,
πιο ευγενής απ’ τις παλιές αριστοκρατίες,
και πρώτος ονειρευτής ενός καινούριου μέλλοντος,
ο τρελός, παράξενος επαναστάτης,
περιφέρει τη νίκη της ανθρωπότητας στη διαπασών,
(μουσική Μίκη Θεοδωράκη στη διαπασών),
με ανοιχτό αμάξι, κραυγή προφήτη,
μια βόμβα οξυγόνου ζωής,
εκεί στην άσφαλτο, λίγο πριν στεγνώσει το αίμα,
ο τρελός, ο θεότρελος, θανάσιμα τραυματισμένος,
ένας θεός γεμάτος δύναμη, ευεξία κι αγάπη…


Χωρίς τίτλο

Είχε λιονταρίσιο αίμα ο μακαρίτης.
Σπινθήρας που έφυγε,
σφριγηλός  βράχος με σπιρούνια εμπειρογνώμονα,
πηγαίνει στις δάφνες και τα κόκαλα τα προγονικά…

Η Πηνελόπη με την ηλακάτη,
φυλλομετρά αναμνήσεις λαθρεπιβάτισσες,
στο τελευταίο φιλί…

Η ηχώ του θανάτου κραταιή,
αργοπλέει στις αμμουδιές των Ομήρων…

Είχε λιονταρίσιο αίμα ο μακαρίτης!
Τη ζωή δεν την κατάλαβε ποτέ.
Χρυσολούλουδα άυλα και ευωδιές στους ρυθμούς του Απρίλη,
αχτιδοπαιξίματα των δουλευτάδων και των κουρσάρων…

Σα μνημόνιο ο θάνατός του:
Να συδαυλίζεις τη φωτιά,
μέχρι το τελευταίο καρφί!
Σα μικρό γεφυράκι:
Να γελά η αξιοπρέπεια -να παίρνει χρώμα η αρετή!...


Παιδιά ορφανά

Κάθε στιγμή μιαν άβυσσος,
κάθε στιγμή ένα πέλαγο τρεκλίζει,
φύγετε οι άλλες οι αγάπες,
η αγάπη του ορφανού με συγκλονίζει!...

Όλες τις αγάπες τις αγάπησα,
μέσα μου μέθης φως δεν έχω άλλο,
δίχως γονείς – παιδιά εσείς όλης της γης,
απ’ την καρδιά σας παίρνω φως, στο εικόνισμα να βάλω.

Στ’ όνειρο είδα ξαφνικά, μικρό – μικρό οδηγητή,
μικρό Χριστό, λες ορφανό, μ’ ένα χιονάτο κρίνο,
κι’ είπα: Σαν ορφανός είσαι ο θεός, μα εγώ δεν κρίνω,
δοσ’ μου μονάχα μια αγκαλιά, τη θέρμη ν’ αναδίνω…

Φτωχή η αγκαλιά, μα η αγάπη μου μεγάλη,
ανήσυχος αν με δεχτείς, σκυμμένο το κεφάλι,
μα η ελπίδα υπομονή, ψηλά τραβάει ως τ’ άστρα,
να λούζει αγάπη το ντουνιά, αγάπη ξελογιάστρα!...


Αγαπημένες κόρες

Είστε του φωτεινού, και του αέρινου η Ιστορία,
και συναξάρι που ταιριάζουνε της Φύσης τα στοιχεία,
κι’ έχουν οι δρόμοι σας, τα ωραία έργα, σα μελισσολόϊ,
σοφά νιάτα, φτιάχνετε το μέλι σας στα λουλούδια, στη χλόη
μα… να «τιμάτε του γονείς», χτυπά δε χτυπάει η λύρα,
με την αγάπη σας κυματιστή, σημαία από πορφύρα…

Κωνσταντίνα!
Σ’ αγαπάω, σαν την ομορφιά της Αφροδίτης,
εκεί, στην ποίηση του Σεξπήρου δίπλα στον Άδωνη,
μικρή ψυχή του αηδονιού και ιδέα της Ελληνίδας
στις μαρμαροκολώνες της περηφάνιας μας…

Μαργαρίτα!
Κι’ εσένα ακόμα πιο πολύ παιδί μου,
-  κι όχι για ζήλεια –
μα γιατί έχεις τη σκόνη απ’ την ψυχή της Παναγιάς,
πλάι στην ομορφιά των Παρθενώνων
που μιλάει και με τις δυο σας για Ανάσταση…

Είθε αιώνια αγαπημένες αδερφούλες να ‘στε!...


του Λαζάρου σήμερα (δίχως τελειωμό ανήφορος)

Ω Λένιν της Επανάστασης του Δικαίου,
του φτωχού, του πεινασμένου, της ανατροπής,
δεν ήρθε η Ώρα, ούτε και σήμερα.
Σήμερα του Λαζάρου, ανασταίνεται ο άνθρωπος,
και αύριο ο Χριστός…
Πιο καλά σαν ξυπνάει, σαν φωτίζεται ο άνθρωπος…

Στο Σερβάϊβορ αναστενάζει η Ελλάδα,
του  Μεγαλέξανδρου η Ελλάδα και του Τσίπρα,
σήμερα αναπνέομε,
σήμερα νικήσαμε τους δανειστές…
Ζωτικής ανάγκης η ένεση αισιοδοξίας…
Ο Σπαλιάρας «ωραίος ως Έλλην».
Κάποιος παραδίπλα περιμένει τη βασιλεία των Ουρανών…

Ένα σαχλοκούδουνο διατυμπανίζει τη νιότη του…
Οι υπόλοιποι, οι ώριμοι υπομονή!...
Φορτωμένοι σακούλες με τρόφιμα,
Ελεημοσύνης ψίχουλα δώστε στα φτωχά περιστεράκια.
Έρχεται η ανάσταση των ψυχών.
Σάρκα και καρδιά, ας μένουν ακόμα στη λάσπη.
Τα παιδιά μας έχουν ξεκινήσει τον δίχως τελειωμό ανήφορο.
Ένα δάκρυ, μια σταγόνα αίμα, θα σωθεί ένας άνθρωπος!

8.04.17


Ύμνος των Ολυμπιακών αγώνων

Ω πνεύμα Ελλήνων αιώνιο, Θεέ κραταιέ του ωραίου,
κει  στης αλήθειας την κορφή, νους και μαγεία του νέου…
Άστραψε φως Ολύμπιο, ν’ ανοίξουν οι Ουρανοί μας,
να πλάσεις σίδερο κορμί. Ζεις! Σε υμνεί ω Αθήνα η γη μας!

Κορμιά ηρώων αθάνατα, δόξα απ’ τον Παρθενώνα,
σας στεφανώνουν οι λαοί στης νίκης τον αγώνα,
στο δρόμο και στο πάλεμα, και στο νερό, στη ρίψη,
στην άμιλλα όλων των λαών, και στης χαράς τα ύψη!...

Βαθειά απ’ τα θέμελα της γης, πνοές φυλακισμένες,
ξεχύνονται ειρηνικά, ηλιοκοντυλοσερμένες,
και πλάθουν στης ζωής το φως, βωμούς των οραμάτων,
των Ολυμπίων των άσπιλων, μοίρες των Αθανάτων!...


Χριστός Παντοδύναμος

Ήρθες στη γη, όπως ήρθαμε όλοι οι άνθρωποι….
Γιατί άνθρωπος είσαι – σε είπαν προφήτη –
σε είπαν θεό – κι εγώ σε λέω –
δουλευτάδες των αινιγμάτων και κουρσάροι των ενστίκτων,
προσκύνησαν,
κι’ αναμυθοποίησαν
γιατί ανηγέρθη ελπίδα ζωής!...

Στη στοιχειοπαρμένη της μοναξιάς μας χώρα,
λαθρεπιβάτες διπλαμπαρωμένοι στα σπίτια τους,
γυρεύουμε τα ασίγαστα φιλιά,
σαν τα κερδοφόρα συμβόλαια,
μα μοιάζουμε σήμερα οι λαοί,
χλωρομπουκέτα καθημαγμένα,
και χρυσολούλουδα ρημαγμένα σε πανηγύρια,
καθώς ο βασιλιάς καρνάβαλος ρυθμίζει το μίλημά μας…
Ο βασιλιάς κουμπούτορας…

Ήρθες στη γη – σταυρώθηκες –
κι όλοι στα νύχια μας μετρούμε αιματοστάλες,
μικροί Χριστοί – μικροί θεοί
προσμένουμε – ίσως – κάποιο θαύμα!...


Το φως του Παρθενώνα

Νύχτα. Το φως του Παρθενώνα ηλεκτρικό!
Ηλεκτρικό το φως της Ελλάδας;
Νύχτα. Ο Λυκαβηττός κρυμμένος,
πίσω από σκοτεινές πολυκατοικίες…
Άραγε να φέγγει ο Αη Γιώργος;
Άγιε μου Γιώργη Λυκαβηττέ,
Κάνε το θαύμα σου, στο τσίρκο της ζωής μας,
Στο τσίρκο της ζωής μου…
Το τραγούδι, το σταριλίκι, οι ομορφιές της πατρίδας,
Οι ασκήμιες, οι κακοτυχίες, οι αστοχίες,
τραυματίζουν τη σκέψη, κι’ αργοπεθαίνει το σώμα,
γιατί το σώμα δεν μάθαμε να το αγαπάμε…

Ηλεκτρικό φως. Μοναξιά σαν θάνατος.
Η ελπίδα κοιτάζει αλλού, δεν μ’ ακούει,
η ελπίδα δεν ασχολείται μαζί μας,
αναπνέει στο σταριλίκι,
αναπνέει στο ηλεκτρικό φως του Παρθενώνα,
και λίγο πιο πάνω στο φως του φεγγαριού,
με όνειρα λέω, ψεύτικα –
κι ο Αη Γιώργης κρυμμένος πίσω από Πολυκατοικίες –
δεν ακούει – δεν τον ακούμε, ούτε τον βλέπουμε…

10.09.11


Πατέρα

Χαίρε ο Πατέρας του φωτός
Χαίρε για το έλεος το Πατρικό Τανυσμένος,
Χαίρε, όπου στα παθήματα της ζωής μου
κραταιό στήριγμα ήσουν, και μαχόσουν,
Χαίρε, της πατρικής Παιδείας η φλόγα,
Χαίρε πατέρα αδαμάντινε, δουλευτή,
ευλογητέ, και ευλογημένε, και αιώνιε,
στη μνήμη των αγαπημένων σου όλων!...

Σ’ ένα τσόφλι εμπιστευτήκαμε,
τα πλούτη, τα παιδιά μας το θεό μας,
μα στην απεραντοσύνη, στην άβυσσο,
στις τρομάρες και στη λύτρωση,
στα σπλάχνα μου η Πυξίδα,
η αγνή Φωνή και Ιθάκη, εσύ ΕΙΣΑΙ!...

6.4.17


Γάτα με κομμένη ουρά

Βράδυ, πολυκατοικίες, λιγοστά φώτα,
λίγοι, μοναχικοί άνθρωποι,
λίγα σκυλιά, γαυγίζουν τ’ απομνημονεύματά τους…

Μια γάτα μαυρόασπρη, μοναχική
με κολλημένη ουρά, σουλατσάρει επιτήδεια,
διερευνώντας το μέλλον της…
Κοιτάζω νοερά τον καθρέφτη μου,
και βλέπω μια γάτα με κομμένη ουρά…
Τι συμβαίνει;
Χάθηκε η ομορφιά κι’ ο αγώνας;
Πετάχτηκε το μέλλον, κι η όμορφη ουρά,
σαν παράπλευρη απώλεια
ή σαν τιμωρία των προσωπικών εμμονών;

Όπου κοιτάζω τώρα,
Βλέπω πλάσματα με κομμένες ουρές…

Αυτή η εμμονή αν γίνει αγάπη,
Αξίζει ένα πικρό χαμόγελο και λίγα ευρώ!...
Γλείφοντας τις πληγές, ξυπνάει άγνωστος έρωτας…

14.9.2014


Ο αθάνατος

Χαίρε, Ιησού Χριστέ, νυμφίε παντοτεινέ!
Γιατί τα ‘βαλες με τη βασιλεία της κόλασης,
στου κόσμου ετούτο τ’ ανάκτορο…

Ο σκύλος που αλυχτά,
ο Φαρισαίος,
ο ερεβομανής,
ο σκοταδιστής και ο κλειδοκράτορας,
μα κι ο Έλληνας που κερδοφόρα συμβόλαια κοπροκρατεί,
κι ο πλουτοκράτης ο φρικαλέος κι αμετανόητος που εκπυρσοκροτεί,
κι ο αντίχριστος Γερμανός που με σειρήτια ιδεοψευδοφορεί,
στοιχειώνουν την Ελλάδα,
στοιχειώνουν τον πλανήτη,
αναχασκίζουν,
αναμυθοποιούνται,
εξαγγέλουν τη δίψα και την εκδίκηση,
παραληρούν στους λειμώνες των ερώτων τους,
σέρνουν σκοτωμένες αγάπες στα θυσιαστήρια του κέρδους,
και αναδεύουν προσωπιδοφόροι στον ερειπιώνα της ζωής,
δολώματα, πλαστά χλωρομπουκέτα – χρώμα και φόνο…

Ένας άνδρας – Ιησούς Χριστός – αθάνατος,
ονειροτόκος, χιμαιροποίκιλτος, και νικητής του κόσμου,
φυλομετρά σπινθήρες, ερωτευμένος με το φως!...
Ουαί υμίν τάφοι ασβεστωμένοι αμεταμέλητοι!...


Χαίρε!

Χαίρε η αιώνια όμορφη, η γελαστή,
Χαίρε, με τις ρυτίδες της σοφίας,
με την υπομονή των κυριών Χαίρε,
με την προσφορά της αγάπης Χαίρε,
με το χαμόγελο της καλοσύνης Χαίρε,
Χαίρε η αιώνια, η παντοτινή,
η Παναγία όλων των τέκνων,
η μητέρα του χρέους και της συντροφικότητας,
Χαίρε η σύζυγος,
η πελαγίσια δροσιά και η ανάπαυση,
Χαίρε μητέρα Μαργαρίτα της σκοπιάς,
Στις βίγλες του πόνου και στα σύνορα της ίασης,
Χαίρε η θεραπαινίδα της αγάπης,
Χαίρε ω Χαίρε, αιώνια η Ελληνίδα,
Τιτανίδα, και Χριστιανή κι εκλεκτό λουλούδι,
Χαίρε, και πάλι
Χαίρε!...

16.01.10

Πλούτος και Φτώχεια

Και ξαφνικά η φτώχεια να, σαν τη σκλαβιά κεντρίζει,
κι όλα τ’ αλλάζει στα κρυφά, και την πυξίδα στρέφει,
όχι στο νου ή στο βοριά, (αλλού η πυξίδα αγγίζει),
μα σ’ ένα πάθος μυστικό, θεόπνευστα που γνέφει:
Θέλω Ουρανέ μου και Θεέ, να δω το πρόσωπό σου,
θέλω Ουρανέ μου και Θεέ, να νιώσω το πλευρό σου…

Και τη Χαρά που ‘ναι λειψή, και τηνε νιώθουν λίγοι,
κι είναι σαφώς στα σπλάχνα μας και λευτεριά και γλύκα,
να τη μοιράσεις σπάταλα, ο φτωχός να νιώσει ρίγη,
κι ο δυστυχής ν’ αναστηθεί, να λιώσει λίγο η πίκρα…
Θέλω Ουρανέ μου και Θεέ, στα άρρωστα του κόσμου,
το φως στο χτυποκάρδι τους, να ‘ναι και μένα φως μου…

Κι αν είναι ο παράδεισος, κι αν είναι η ευτυχία,
Γλυκιά ομιλία ν’ ακούς στ’ αυτί, γλυκιά επικοινωνία,
με το παιδί σου που αμελεί, με μια φίλη κυρία,
ή μ’ ένα φίλο σύντροφο, που ‘χει αδελφού αξία,
κι αν είναι ο παράδεισος η αγάπη η αιώνια,
εγώ θα στέκω προσοχή και φράγμα στη διχόνοια…

Γιατί κι η λάσπη γύρω μου, κι η δυσωδία του
στον  ποιητή γίναν χρυσός κι άρωμα θείο του δυόσμου!...


ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ

Σμιλεύματα,
και πλαστουργήματα,
στο Ερέχθειο της Θείας χάρης του Ανθρώπου,
στην καρδιά του Ειρηναίου Επισκόπου,
αποθαυμάζοντας τα ανέσπερα,
τα θαυμάσια,
τα κατά Χριστόν,
τα Ελληνόπρεπα,
τα μεγαλόπρεπα, τα Κρητικά, τα Κισαμίτικα,
εφτάζυμα ψωμιά άγια,
δάνεια της ψυχής του Κυρίου,
αφιερωμένα,
σκέψη και αγάπη,
- όλα σε σένα δοσμένα –
Την ύστατη του κόσμου Ώρα…

Κι ευγνωμονώ το όνειρο, τη διδαχή, την προσφορά,
την ποίηση,
το Στοχασμό,
το Λόγο τον Πανανθρώπινο,
στην Ακρόπολη της Ανθρωπιάς σου,
Μητροπολίτη Ειρηναίε…

Ένας πειρατής η καρδιά μου,
Γραμπουσιανός,
τον νιώθω,
μα εσύ Ειρηναίε Κισάμου,
φράζεις το δρόμο,
κι ανοίγεις πύλη μυστηριώδη,
με λόγο διάφανο, απλό,
καρπερό,
πόρτα της ζωής μας που ήταν κλειστή,
μήνυμα του Μεγάλου Πρεσβευτή,
του Πόνου,
που πλάθει – αναπλάθει το όραμα του θεού,
κάθε ώρα – κάθε στιγμή,
πόνος δάσκαλος διδάχος,
του ευ ποιείν
και του ευ πράττειν!
«εγεννήθη  η καρδία μου,
ωσεί κηρός τηκόμενος,
εν μέσω της κοιλίας μου…»
και είπεν, Ειρηναίος – ψαλμωδός –
«Θεέ μου,
Εγώ δεν ξέρω πλειά τι να ζητήσω,
όμως Εσύ οδήγησέ με,
στο δρόμο που ‘θελες!...

Κι είπεν ο ψαλμωδός –
-  Να χαράξουμε αρετή;
σε ερωτήματα αναπάντητα,
δυσεξήγητα…
-  Να αγαπάς,
και ν’ αγωνίζεσαι…
-  Να αφουγκράζεσαι,
να αναρωτιέσαι,
να λαχταράς,
«οδός εν η πορεύσομαι»,
κραυγή της ψυχής για τα όνειρα,
μικρή σπίθα για μεγάλη πυρκαγιά…
-  Για το καινούριο Δίκιο τ’ Ανθρώπου!

Ειρηναίος Κισάμου, για μίμηση αναμάρτητου,
Ειρηναίος της Κρήτης,
και του κόσμου ολόκληρου,
αείφεγγος φάρος,
στου δειλινού τ’ απόφλογο,
στο Μέγα Τάξιμο της ζωής,
στην Πεντηκοστή της βαθειάς του ψυχής,
στην εμπνευσμένη ποίηση,
της μυστικής ιεροσύνης…

Στη δυστυχία των ανθρώπων του Χωριού,
ο λυτρωτής,
ο τολμών,
ο αγωνιστής,
ο Ιερολοχίτης,
ο Καπετάνιος,
ο αντάρτης,
ο Κρητικός,
του γένους ο αποθησαυριστής,
της πίστης ο εξομολογητής,
για εποικοδομή και Ανάσταση,
των ερειπίων των Αδελφών μας!

Και είπεν ωσεί Άγιος
«εξομολογήσομαι σοι,
εν όλη καρδία μου»
με το πνεύμα της Κρήτης,
με το νέκταρ της Ελλάδας,
με του Χριστού τη μαρτυρία…
Και είπεν ο ψαλμωδός:
«Διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια σου!»

Αίσθημα της λατρείας παράξενο, και ανέσπερο,
από κόσμο,
μεγάθυμο,
δωρικό,
βαθύρριζο,
στο θυμίαμα μπρος στου Χριστού το εικόνισμα!...

Αίσθημα της Πίστης Αόρατο,
αιώνιο, μέσα στην ομορφιά σου,
γλυκιά ελπίδα κι αγάπη στο Επέκεινα,
που γεφυρώνεις τα χάσματα,
στον παράλογο αιώνα για τον Πυρηνικό,
με γλυκιά ελπίδα κι αγάπη κοφτερή,
και σιμώνεις και σκλαβώνεις, κι απελευθερώνεις,
της ψυχής μας το άλγος!...

Και έλεγαν οι μαθητές σου στης κατοχής τα χρόνια:
«-  Ήρθεν ο νιος καθηγητής,
φως θεϊκό στο βλέμμα,
φλόγα η καρδιά μ’ αγάπη,
για γη και ουρανό,
σαν ερχομό Μεσσία!...

«-  Στην πόρτα του σχολείου, της Γκεστάπο πυροβόλα,
μα συ,
της λευτεριάς διδάσκεις το χρέος,
με λέξεις ταραξίες,
ειρηνιστής, αντιστασιακός, αντιφασίστας,
πρωτομάστορας, αγωνιστής,
εξάγγελος,
της πανάρχαιας αγάπης,
φωτοδότης,
του αγώνα των Ελλήνων για λυτρωμό,
μπουρλοτιέρης, για τις καρδιές που σκλαβώνουν τα ρομπότια,
«για το εύψυχον – και το ελεύθερον»!
Στεντόριος, την εποχή της Νέας Γερμανικής Κατοχής,
Πανελλήνιος,
Παγκόσμιος…
και Άγιος – (προσκυνώ σε) –
της Αγίας Τριάδας ο Άξιος!


αφιερωμένο στον Κωστή Κουνάδη



ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΔΟΣΑΚΗΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου